- ωκεανογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανογραφία: Κάνει ωκεανογραφικές μελέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ωκεανογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανογραφία ή ο κατάλληλος για διεξαγωγή ερευνών στον τομέα αυτό («ωκεανογραφικό σκάφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek